- αναλιγώνω
- -λίγωσα, -λιγώθηκα, -λιγωμένος1. μτβ., προκαλώ σε κάποιον αναλίγωμα, σφοδρή επιθυμία: Το χαμόγελό της τον αναλίγωσε.2. αμτβ., νιώθω λιγούρα ατονία: Έχω αναλιγωθεί από την πείνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.